ωμήλυσις

ωμήλυσις
-ύσεως, ἡ, ΜΑ
χοντροκοπανισμένο αλεύρι από ωμό σιτάρι ή κριθάρι, που το χρησιμοποιούσαν, κυρίως, για την παρασκευή καταπλασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -ήλυσις, αντί *ὠμ-ήλεσις (πρβλ. ὠμ-ήλετον) < ἀλέ(F)ω «συντρίβω, αλέθω» (με μηδενισμένο το φωνήεν -ε- και αντιπροσώπευση τού -F- με τη φωνηεντική του μορφή -υ- πριν από σύμφωνο και έκταση τού α- σε η- λόγω συνθέσεως)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὠμήλυσις — bruised meal of raw corn fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηλύσις — ὠμηλύσῑς , ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηλύσει — ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὠμηλύσεϊ , ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem dat sg (epic) ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηλύσεις — ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem nom/voc pl (attic epic) ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηλύσεσι — ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμηλύσιος — ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμήλυσιν — ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμήλετον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐρηριγμένον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὠμήλυσις] …   Dictionary of Greek

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

  • ὠμηλύσεως — ὠμηλύσεω̆ς , ὠμήλυσις bruised meal of raw corn fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”